-
1 ευκολως
1) легко(φέρειν τὰς ἀτυχίας Arst.)
2) мирно, безмятежно(ζῆν Xen.)
3) просто, спокойно(εὐχερῶς καὴ εὐ. Plat.)
4) охотноεὐ. ἔχειν πρός τι Lys., Plut. — быть склонным к чему-л.
-
2 εννοώ
(ε) μετ.1) думать, намереваться, собираться; иметь в виду;δεν εννοεί να φύγει — он и не думает уходить;
εννοώ να πάμε μαζύ — я думаю, что мы (с вами) пойдём вместе;
2) понимать, постигать; разбираться (в чём-л.);σάς εννοώ καλώς — я вас хорошо понимаю;
εννοώ αρκετά την ελληνική — я достаточно хорошо понимаю по-гречески;
δεν εννοεί την συμφωνική μουσική — он не понимает симфонической музыки;
3) замечать, чувствовать, ощущать;με την συζήτησιν δεν εννοήσαμεν πότε παρήλθεν η ώρα — за беседой мы не заметили, как пролетело время;
4) хотеть, желать; требовать;εννοει ό,τι πεί να γίνεται — он требует, чтобы всё, что он говорит, было сделано;
εννοώ να φύγεις αμέσως — я хочу, чтобы ты сейчас же ушёл;
5) означить;τί εννοεί αυτή η λέξη; — что означает это слово? εννοούμαι — быть понятным;
μερικά χωρία τού Πινδάρου δεν εννοούνται πλήρως — некоторые места у Пиндара не совсем понятны;
εννοείται! — понятно!, разумеется!, конечно!;
τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — комментарии излишни;
§ να εννοούμεθα! — чтобы потом не было недоразумений!
-
3 παραλείπω
μετ.1) упускать, опускать, не упоминать; умалчивать (о чём-л.);παραλείπ τίς λεπτομέρειες — упускать подробности;
2) упускать из виду, забывать; не сделать (то, что должен сделать);παρέλειψα να συς αναφέρω... я забыл вам сказать...; δεν παρέλειψε να πεΤ... он не преминул сказать, что...;§ τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — не стоит распространяться о том, о чём легко догадаться
См. также в других словарях:
εὐκόλως — εὔκολος easily satisfied adverbial εὔκολος easily satisfied masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… … Dictionary of Greek
παραλείπω — ΝΜΑ 1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος 2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.) 3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι… … Dictionary of Greek
благооудобьно — (2*) нар. 1.На благо, с пользой: мниши се и о женѣ гл҃ща. бл҃гооудобьно наведе [Христос] исправленьѥ се. ѥдиною вещью токмо праща˫а ѡ(т)поустити ю. дроугою же ни. (εὐκαίρως) ПНЧ XIV, 38г. 2. Благоразумно: нынѣ ѡбрѩщю васъ... всѩ послушливы. всѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неоудобь — (52) пр. и нар. I. Пр. нескл. Трудный, затруднительный; невозможный: аште ли неѹдобь бѹдеть таковоѥ. ли коѥа ради бѣды. ли дългости ради пѹти (δυσχερές) КЕ XII, 21б; [долготерпеливый] нѣ(с) пови||ненъ въ льстьхъ. неудобь на противленьѥ. въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подоба — ПОДОБ|А (117), Ы с. 1.Подобие: искуси бо сѧ по всему подобѣ [в др. сп. по подобѣ] нашеи развѣ грѣха. (καϑ’ ὁμοιότητα) ГБ к. XIV, 62б. 2. То, что должно, следует; пристойность, приличие. В сост. сказ. Подоба (не подоба) – следует (не следует),… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek
εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… … Dictionary of Greek
κοντά — (I) (Μ κοντά) επίρρ. 1. (τοπικό) πλησίον, εγγύς, δίπλα («μένει κοντά στη μητέρα της») 2. (χρονικό ή ποσοτικό) σχεδόν, περίπου (α. «είναι κοντά πέντε μέρες που περιμένω την απάντησή σου» β. «η συνεδρίαση τελείωσε κοντά στα ξημερώματα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek
παραλείπω — παρέλειψα, παραλείφθηκα, αφήνω κάτι στη μέση, εξαιρώ, παρασιωπώ σκόπιμα ή από λάθος: Παρέλειψα να σας ενημερώσω αμέσως. – Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)